- ἐπίστημα
- ἐπίστημαanything set upneut nom/voc/acc sgἐπίστημοςknowingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίστημα — το (AM ἐπίστημα) [εφίστημι] γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη τού πλοίου αρχ. μσν. επιτύμβια στήλη … Dictionary of Greek
ἐπιστήμας — ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem acc pl ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμαν — ἐπιστήμᾱν , ἐπιστήμη acquaintance with fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμασι — ἐπίστημα anything set up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήματα — ἐπίστημα anything set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήματος — ἐπίστημα anything set up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)